- συνταλαιπωρώ
- -έω, Μσυμπάσχω, συνυποφέρωαρχ.1. ταλαιπωρούμαι μαζί με άλλον2. μέσ. συνταλαιπωροῡμαι, -έομαι- μοχθώ μαζί με κάποιον, συνεργάζομαι με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ταλαιπωρῶ (< ταλαίπωρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνταλαιπωρία — ἡ, Α [συνταλαιπωρῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνταλαιπωρώ* … Dictionary of Greek